- απαράγραφος
- ἀπαράγραφος, -ον (Α)ακαθόριστος, απροσδιόριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαράγραφος — incapable of definition masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράγραφον — ἀπαράγραφος incapable of definition masc/fem acc sg ἀπαράγραφος incapable of definition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραγράφων — ἀπαράγραφος incapable of definition masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱԿԱՍԱԳԻՐ — ( ) NBH 1 0225 Chronological Sequence: 8c ա. Անթերի յօրինուածով գծագրեալ. *Աստուածատեսակ առաքինութեանն անպակասագիր նկարագրութիւնն բարւոք նմանութեամբ. Դիոն. եկեղ. ՟Դ. յն. ἁπαράγραπτος զոր ոմանք իմանան իբր ἁπαράγραφος այսինքն անպարագիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)